- ἡμερίδος
- ἡμερίςthe cultivated vinefem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημερίδης — ἡμερίδης, ου, ὁ (Α) 1. (για οίνο) ελαφρός, γλυκός 2. επίθ. τού Διονύσου ως προστάτη τής ημερίδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία 1 < ήμερος. Με τη σημασία 2 < ημερίς] … Dictionary of Greek
σύμπλοκος — η, ο / σύμπλοκος, ον, ΝΜΑ [συμπλέκω] νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο σύμπλοκος γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια συμπλοκίδες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σύμπλοκα α) βιολ. κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες… … Dictionary of Greek